σύγκλισις

Revision as of 12:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. σύγκλεισις II.2.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das sich Zusammenneigen, -liegen, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. συγκλινίαι.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλῐσις: ἡ, τὸ συγκλίνειν, κλίνειν ὁμοῦ, πρβλ. σύγκλεισις ἐν τέλ.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλῐσις: εως ἡ Plut. = συγκλινίαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκλισις -εως ἡ [συγκλίνω] engte, nauwe pas.