συγκλινίαι

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλῐνῑ́αι Medium diacritics: συγκλινίαι Low diacritics: συγκλινίαι Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΙΑΙ
Transliteration A: synkliníai Transliteration B: synkliniai Transliteration C: sygkliniai Beta Code: sugklini/ai

English (LSJ)

αἱ, slopes, αἱ σ. τῶν τόπων the slopes or configuration of the ground, Plu.Pomp.32, cf. Pyrrh.28, Phil.4.

German (Pape)

[Seite 968] αἱ, die abhängige Lage gegen einander geneigter Flächen u. Berge, Plut. Pomp. 32 Pyrrh. 28 Philop. 4.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
anfractuosités d'une région montagneuse.
Étymologie: συγκλίνω.

Russian (Dvoretsky)

συγκλῐνίαι: αἱ сходящиеся склоны гор или горные ущелья Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλῐνίαι: -αἱ, ἡ γραμμὴ ἔνθα καταλήγουσιν αἱ κλιτύες δύο ὀρέων ἢ ὑψωμάτων, αἱ ξ. τῶν τόπων, στεναὶ κοιλάδες ἢ φάραγγες, στενά, Πλουτ. Πομπ. 32, Πύρρ. 28.

Greek Monolingual

αἱ, Α συγκλινής
τα επικλινή μέρη του εδάφους («ταῖς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συγκλῐνίαι: αἱ, γραμμή όπου καταλήγουν και συναντώνται οι πλευρές δύο βουνών ή υψωμάτων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

συγ-κλῐνίαι, ῶν, αἱ,
the meeting-line at the foot of two mountain slopes, Plut. [from συγκλῑ́νω]