ἐγκαυλέω
English (LSJ)
to be in stalk, Arist.Pr.926a26, Thphr. HP 1.2.2.
Spanish (DGE)
bot. echar tallo, tener tallo, alzarse de las plantas bulbosas τὰ σκόροδα ὄζει μᾶλλον ἐγκαυλοῦντα ἢ νέα ὄντα Arist.Pr.926a26.
German (Pape)
[Seite 707] in den Stengel schießen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαυλέω: καθίσταμαι καυλώδης, σκληρός, ξηρός, Ἀριστ. Προβλ. 20. 30· τότε ἐγκαυλοῦσιν (ἐκκαυλοῦσιν, Wimmer) Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 2, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαυλέω: расти в стебель (τὰ σκόροδα ἐγκαυλοῦντα Arst.).