χλωρότομον, freshly cut, δάφνα Aristonous 1.10.
-ον, Ααυτός που μόλις έχει κοπεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. νεότομος].