ἀπερίδρακτος
From LSJ
Spanish (DGE)
-ον
inaprensible, incomprensible τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων Ath.Al.Dio.20.1, cf. Gr.Nyss.Ep.24.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίδρακτος: -ον, (περιδράσσομαι) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ἀκατάληπτος, τὸ δυσχερὲς ἤ τάχα καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.