συμφώνως
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Russian (Dvoretsky)
συμφώνως:
1 согласованно, в полном порядке Plat.;
2 в точном соответствии (τινί Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συμφώνως: Ἐπίρρ. τοῦ σύμφωνος, ἴδε σύμφωνος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σύμφωνα Ν
βλ. σύμφωνος.