συμφώνως

From LSJ

τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge

Source

Russian (Dvoretsky)

συμφώνως:
1 согласованно, в полном порядке Plat.;
2 в точном соответствии (τινί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνως: Ἐπίρρ. τοῦ σύμφωνος, ἴδε σύμφωνος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύμφωνα Ν
βλ. σύμφωνος.