εξογκώνω

From LSJ
Revision as of 14:26, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

(AM ἐξογκῶ, -όω)
1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῖ τὰς παρειάς», Τζέτζ)
2. μέσ. υπερηφανεύομαι
νεοελλ.
παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι.