κρόνιος
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Greek Monolingual
κρόνιος, -ία, -ον (Α) Κρόνος
1. αυτός που έχει σχέση με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῖ 'Ρέας, ἕδος 'Ολύμπου νέμων», Πίνδ.)
2. μτφ. παμπάλαιος («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», Αριστοφ.)
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τo Κρόνιον
α) (ενν. ὄρος)
ο λόφος του Κρόνου στην Ολυμπία («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», Πίνδ.)
β) (ενν. τέμενος) ναός του Κρόνου
γ) είδος φυτού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Κρόνια
εορτή προς τιμή του Κρόνου που γινόταν κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα («ὄντων Κρονίων καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)
5. φρ. «κρόνιον ὄμμα» — συμφορά.