υφέλκω
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
και ὑφελκύω Α ἕλκω / ἑλκύω]
1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῖιν», Ομ. Ιλ.)
2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῖλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν», Θουκ.)
3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων
ολισθηρός
4. φρ. «ὑφέλκομαι περσικάς»
(ενν. ἐμβάδας) φορώ περσικές παντόφλες (Αριστοφ.).