γυναικείως
From LSJ
Menander, fragment 761
Russian (Dvoretsky)
γῠναικείως: по-женски Plat.
Spanish
femenilmente, a la manera de las mujeres
Translations
effeminately
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: θηλυπρεπώς; Ancient Greek: ἀνάνδρως, γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, ἐκτεθηλυμμένως, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, τεθρυμμένως; Italian: effemminatamente, effeminatamente; Polish: po babsku; Portuguese: efeminadamente; Spanish: afeminadamente, femenilmente