πολυθρέμμων

Revision as of 10:35, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολυθρέμμον, gen. ονος, feeding many, epithet of the Nile, A.Pers.33 (anap.); Νύμφαι Orph.H.51.13.

German (Pape)

[Seite 663] ονος, = Vorigem, Νεῖλος, Aesch. Pers. 33.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
nourricier.
Étymologie: πολύς, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυθρέμμων -ον, gen. -ονος [πολύς, τρέφω] velen voedend.

Russian (Dvoretsky)

πολυθρέμμων: 2, gen. ονος питающий многих или плодоносный (Νεῖλος Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέφει πολλούς («ἄλλους δ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θρεμμων (< θ. θρεπ- του ἔθρεψα, αόρ. του τρέφω), πρβλ. βιοθρέμμων].

Greek Monotonic

πολυθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυθρέμμων: -ον, ὁ τρέφων πολλούς, ἐπίθ. τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 33· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 50. 12· πρβλ. βιοθρέμμων, πελειοθρέμων. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.

Middle Liddell

πολυ-θρέμμων, ον, τρέφω
feeding many, Aesch.