ἁλίδονος

Revision as of 10:39, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἁλίδονον, = ἁλιδινής, σώματα A.Pers.275; cf. ἁλιβαφής.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
sacudido por el mar ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ A.Pers.275.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ballotté sur mer.
Étymologie: ἅλς¹, δονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίδονος: гонимый по морю (μέλεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίδονος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κυλινδηθείς, ἴδε ἐν λ. ἁλιβαφής.

Greek Monotonic

ἁλίδονος: -ον (ἅλς, δονέω), περιδινούμενος κάτω από τη θάλασσα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[ἅλς, δονέω
sea-tossed, Aesch.