εὐιάς
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
German (Pape)
[Seite 1072] άδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λύσση Ant. Th. 70 (IX, 603); dah. εὐιάδες = ἄμπελοι, Hesych.