funámbulo
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Spanish > Greek
αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, νευροβάτης, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος