канатоходец
From LSJ
Russian > Greek
αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, νευροβάτης, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος
αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, νευροβάτης, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος