Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
-ίδος, ἡ, Α
μτγν. θηλ. του Ρωμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ῥώμη + επίθημα -ίς, -ίδος].