διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα τηςνεοελλ.πόρνημσν.-αρχ.ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ», ΚΔ)