αδελφικά
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
Greek Monolingual
αδελφικά και αδερφικά
επίρρ. όπως ταιριάζει σε αδέλφια, ως αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφικός.
ΣΥΝΘ. ἀδελφικοασπάζομαι].
Translations
fraternally
Catalan: fraternalment; Czech: bratrsky; Greek: αδελφικά, αδελφικώς; Ancient Greek: ἀδελφικῶς; French: fraternellement; Georgian: ძმურად; Italian: fraternamente; Polish: bratersko; Spanish: fraternalmente, irmãmente