αδελφικός

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

και αδερφικός, -ή, -ό (Α ἀδελφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια
νεοελλ.
αγαπητός σαν αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός.
ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα].