Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀγήραος, ἀγήρως, ἀγήρατος, ἀειγενής, ἀείζωος, ἀέναος, ἀίδιος, διαιώνιος