εἱληθερέω
English (LSJ)
bask in the sun, Hp.Morb.2.68,70, Xenarch.4.5, Philostr.Gym.58:—Med., Luc.Rh.Pr.17.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἑλη- Hp. en Gal.19.97; εἰλη- Xenarch.4.5
calentarse al sol ἃς ἔξεσθ' ὁρᾶν εἱληθερούσας Xenarch.l.c., ὥσπερ τοῖς εἱληθεροῦσι τὸ δέρμα (μελαίνεται) al igual que la piel (se les oscurece) a los que toman el sol Gal.15.743, cf. 10.550, Philostr.Gym.58, VA 6.6, Ael.Dion.ε 18, Synes.Calu.12
•en v. med. mismo sent., Hp.l.c.
•solearse Luc.Rh.Pr.17, cf. ἐλειθερέω.
German (Pape)
[Seite 728] sich an der Sonne wärmen, sonnen, Hippocr.; Xenarch. bei Ath. XIII, 569 b; Luc. rhet. praec. 17 führt das pass. als gezierten Ausdruck für ἡλίῳ θέρεσθαι an.
French (Bailly abrégé)
εἱληθερῶ :
se chauffer au soleil;
Moy. εἱληθερέομαι, εἱληθεροῦμαι m. sign.
Étymologie: εἱληθερής.
Greek (Liddell-Scott)
εἱληθερέω: ἐν ἡλίῳ θερμαίνομαι, «εἰεἱληθερεῖν· ἐν ἡλίῳ θερμαίνεσθαι· εἵλην γὰρ φασὶ τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν (καὶ θερμασίαν)» Ἡσύχ. Ἱππ. 485. 22., 486. 10, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 5: - Μέσ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17, Γαλην.