εἱληθερής
English (LSJ)
εἱληθερές, (εἵλη, θέρω) warmed by the sun: warm, Hp.Morb.2.30, Gal.11.389; cf. ἐλαθερής.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἐλαιθ- SHell.1019; εἰλη- Gal.11.389; ἐλαθ- Hsch.
calentado al sol ὕδωρ SHell.l.c., cf. Hp. en Gal.19.97, Gal.Consuet.123, Hdn.Philet.42, Hsch., τὸ μήτε ψυχρὸν ἐπιφανῶς μήτε θερμόν, ἀλλ' οἷον τὸ καλούμενον εἰληθερές ni manifiestamente frío ni caliente, sino, como lo llaman, templado al sol Gal.11.389; cf. εἱλοθερής, ἐλειθερής.
German (Pape)
[Seite 728] ές, von der Sonne gewärmt, gesonnt, Hippocr. u. a. Medic.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chauffé au soleil.
Étymologie: εἵλη, θέρος.
Greek (Liddell-Scott)
εἱληθερής: -ές, (εἵλη, θέρω) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, θερμός, Ἱππ. 471. 18, Γαλην.
Greek Monolingual
εἰληθερής, -ές (Α)
ζεστός από τον ήλιο.
Greek Monotonic
εἱληθερής: -ές (θέρω), αυτός που θερμαίνεται, ζεσταίνεται από τον ήλιο.
Middle Liddell
εἱλη-θερής, ές θέρω
warmed by the sun.