ἀμενηνόω
English (LSJ)
weaken, deaden the force of, ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμήν Il.13.562.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
debilitar, restar vigor ἀμενὴνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν ... Ποσειδάων Il.13.562, cf. Apollon.Lex.334, Synes.M.66.1225A, Hsch., EM 1058.
German (Pape)
[Seite 122] kraftlos machen, Hom. einmal, Iliad. 13, 562 ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν κυανοχαῖτα Ποσειδάων.
French (Bailly abrégé)
ἀμενηνῶ :
ao. poét. 3ᵉ sg. ἀμενήνωσεν;
rendre impuissant.
Étymologie: ἀμενηνός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμενηνόω: лишать силы, делать бессильным, т. е. обезвреживать (αἰχμήν τινος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμενηνόω: ἐξασθενίζω, ἐπαμβλύνω τὴν ὁρμὴν ἢ τὴν δύναμιν πράγματός τινος, ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμὴν Ἰλ. Ν. 562· τὰς ἐπιθέσεις· ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Συνεσ.
English (Autenrieth)
(ἀμενηνός): make powerless, ineffective, only aor., Il. 13.562†.
Greek Monotonic
ἀμενηνόω: μέλ. -ώσω, εξασθενίζω την ισχύ ενός πράγματος, σε Ομήρ. Ιλ.