ἡμίφαυλος

Revision as of 21:37, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

English (LSJ)

ἡμίφαυλον, halfknavish, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный uc.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

Greek Monolingual

ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.

Greek Monotonic

ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἡμί-φαυλος, ον
half-knavish, Luc.