Καππάδοξ
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
de Cappadoce, Cappadocien.
Étymologie: v. Καππαδόκης.
Russian (Dvoretsky)
Καππάδοξ: οκος ὁ (pl. Καππάδοκες, dat. Καππάδοξι - Anth. Καππαδόκεσσι) каппадокиец Plut.