ἄκλυστος

Revision as of 07:53, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἄκλυστον, = ἀκλυδώνιστος (not lashed by waves, sheltered from), Zeno Stoic. 1.56, Lyc. 736, Plu. Mar. 15, Nonn. D. 39.8, al. ; λιμὴν ἄ. DS. 3.44 ; γῆ, free from inundation, Max.Tyr. 414 ; fem., Αὖλιν ἀκλύσταν E. IA 121.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α E.IA 121]
1 no batido por las olas, protegido contra el oleaje Αὖλις E.l.c., λιμήν D.S.3.44, σκέπας Lyc.736, de un río στόμα Plu.Mar.15, (σηπίαι) ἄσειστοί τε καὶ ἄκλυστοι μένουσιν Ael.NA 5
no inundable γῆ Max.Tyr.41.4.
2 carente de oleaje θάλαττα Ael.NA 13.19, Nonn.D.39.8, fig. ἐν βυθῷ γαλήνης ἀκλύστου καταφανεῖ en la clara profundidad de una calma serena Zeno Stoic.1.56.

German (Pape)

[Seite 74] fem. ἀκλύστη Eur. Iph. A. 121; nicht von Wogen bespült, beunruhigt, oft bei Nonn.; auch Plut. u. Ael. H. A. 13, 19.

French (Bailly abrégé)

ος poét. α, ον :
non battu des flots.
Étymologie: , κλύζω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκλυστος: и 3 не заливаемый волнами, укрытый от морского прибоя (Αὖλις Eur.; λιμήν Plut., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλυστος: -ον, = ἀκλυδώνιστος, Λυκόφρ. 736, Πλουτ. Μάριος, 15, Νόνν., κτλ., λιμὴν ἄκλ., Διόδ. 3. 44· θηλ. Αὖλιν ἀκλύσταν, Εὐρ. Ι. Α. 121.

Greek Monolingual

ἄκλυστος, -ον (Α) κλύζω
ο ακλυδώνιστος.

Greek Monotonic

ἄκλυστος: -ον (κλύζω), αυτός που δεν βρέχεται από κύματα, σε Πλούτ. κ.λπ.· ως θηλ., Αὖλιν ἀκλύσταν, σε Ευρ.

Middle Liddell

κλύζω
unwashed by waves, Plut., etc.; as fem., Αὖλιν ἀκλύσταν Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἀκλυδώνιστος = πού δέν κλυδωνίζεται ἀπό τά κύματα, ἀσφαλισμένος ἀπό τήν τρικυμία). Ἀπό τό α στερητ. + κλύζω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κλύζω.