ἔμφυτος
English (LSJ)
ον,
A inborn, natural, ἔ. μαντικὴν εἶχε Hdt.9.94; πατρὸς αἶμα S.OC1671 (lyr.); τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1, cf. Men. 15.1 D.; ἔρως ἔ. τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp.191d; ἡ μὲν [ἰδέα] ἔ. οὖσα, ἐπιθυμία ἡδονῶν Id.Phdr.237d, cf.D.60.1; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1.108; κακία LXX Wi.12.10; ἔ. ἡ ἀρετή, opp. διδακτός, Pl.Erx.398c, cf. Lys.33.7; τὸ ἔ. θερμόν Hp.Aph.1.14; ἔ. θερμότης Arist.Mete.355b9; οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς Ἀθηναίοις πάτρια . . οὐδ' ἔ. D.18.203; τὰν ἔ. αὐτοῖς ἀθεσίαν IPE1.185 (Chersonesus). Adv. -τως Ph.Fr.70H. II planted, Χωρίον PHamb.23.16 (vi A. D.); ἐλαῖαι BGU241.28 (ii A. D.). 2 implanted, λόγος Ep.Jac.1.21.
German (Pape)
[Seite 821] eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον αἷμα, die angeborne Blutschuld, -schande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; ἀνάγκη, κακόν, ἔρως Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Ggstz διδακτόν, von der ἀρετή, Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνθρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben πάτριος Dem. 18, 203; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.