ἀνάρσιος
English (LSJ)
ον, also α, ον S.Tr.641 (lyr.): (ἄρσιος):—
A incongruous: hence, I of persons, hostile, implacable, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Il.24.365, Od.14.85; ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου ib.10.459, 11.401, etc.; ἦσθ' ἀνάρσιος (vulg. ἦλθες), of Apollo, A.Ag.511; ἀνάρσιοι enemies, S.Tr.853 (lyr.); ἀ. καναχά, opp. θεία μοῦσα, ib. 641 (lyr.), cf. Theoc.17.101. II of events, untoward, strange, ἀ. πρήγματα πεπονθέναι Hdt.1.114, cf. 9.37; οὐδὲν ἀ. πρῆγμα συνηνείχθη 3.10, 5.89, 90; δεινόν τε καὶ ἀ. ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110.— Ep., Ion., and (rarely) Trag.
German (Pape)
[Seite 206] Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend (ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, πρῆγμα, ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90.