νόμιμον
English (Woodhouse)
(see also: νόμιμος) custom, habit, ordinance, customary usage
Russian (Dvoretsky)
νόμιμον: τό (преимущ. pl.) обычай, установление, закон (τὰ νόμιμα πρός или περί τινα Xen.).
(see also: νόμιμος) custom, habit, ordinance, customary usage
νόμιμον: τό (преимущ. pl.) обычай, установление, закон (τὰ νόμιμα πρός или περί τινα Xen.).