νόμιμα
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek (Liddell-Scott)
νόμιμα: θεοῦ = δεκάλογος, Kaib ep. 72, 6· - ἄνευ νομίμων = ἀνόμως, ἀδίκως, HGH 122, 18.
English (Woodhouse)
(see also: νόμιμος) customs, funeral rites