πραγματεία
English (LSJ)
Ion.πρηγμᾰτίη, poet. πραγμᾰτίη Man.1.38: ἡ:—
A prosecution of business, diligent study, Isoc.1.44,5.7, Pl.Cra.408a, al.; πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας εἶναι D.8.48; πλείονος εἶναι πρηγματίης Hp.VM7; ἡ μάταιος π. [λογισμῶν] this idle attention to argumentations, X.Mem.4.7.8; μετὰ πολλῆς π. with a great deal of trouble, PCair.Zen.19.4 (iii B. C.). II occupation, business, ἡ π. αὐτῆς (sc. τῆς ῥητορικῆς) ἅπασα . . εἰς τοῦτο τελευτᾷ Pl.Grg.453a; ἡ τοῦ διαλέγεσθαι π. the business of dialectic, Id.Tht. 161e; τοῦ πολιτικοῦ . . πᾶσα ἡ π. περὶ πόλιν [ἐστί] Arist Pol.1274b37, cf. EN1105a11; ἡ δημηγορικὴ π. the business of oratory, Id.Rh.1354b24; ἀπὸ τῆς ἀναισχύντου π. ἀποστῆναι Aeschin.3.242; πραγματεῖαι official duties, opp. ἀρχαί, ib.13, cf.PTeb.5.143, al. (ii B. C.); esp. law-business, lawsuit, Isoc.2.18, al.; ἡ περὶ τὰ δικαστήρια π. Id.15.31: pl., affairs in general, κάτω βλέπειν εἰς ἀνθρώπων πραγματείας Pl.R.500c; μεθισταμένων πραγματειῶν Antipho 2.4.9 (nisi leg. πραγμάτων); troubles, D.61.37, Epicur.Ep.1p.28U.; πρὸς ἔθνη τὴν π. ἔχειν to have dealings with... Str.9.2.2. b pl., works, of the buildings of Solomon, LXX 3 Ki.9.1. III treatment of a subject, εἰδέων Archyt.4; ἡ τοῦ ἐπιπέδου π., as a definition of plane geometry, Pl.R.528d; ἡ Πλάτωνος π. Plato's system, Arist.Metaph.987a30, cf.986a8, Epicur.Ep.1p.3U., Phld.D.1.17; manner of dealing with, ἡ περὶ τοὺς μάρτυρας π. Arist.Rh.1376b4. 2 philosophical argument or treatise, Id.Top.100a18, 101a26; τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ π. Id.Ph.194b18; ἡ παροῦσα π. οὐ θεωρίας ἕνεκα Id.EN1103b26; the subject of such a treatise, τρεῖς αἱ π. Id.Ph.198a30, cf. SE183b4; ἡ περὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκδοθεῖσα π. Str.1.2.2, etc. 3 systematic or scientific historical treatise, Plb.1.1.4, 1.3.1, D.S.1.1, D.H.1.74, Luc. Hist.Conscr.13; Τρωϊκὴ π. the legends of the Trojan war, Arg.S.Aj.; π. συνέταξεν ἐν δράματι τῶν Δαρδάνου πράξεων τὰς μνημοσύνας BMus.Inscr.3.444.18 (Iasus). 4 magical operation, spell, ἡ Σολομῶνος π. PMag.Par.1.853, cf.776.
German (Pape)
[Seite 692] ἡ, Betreibung einer Sache oder eines Geschäfts, Bemühung, Beschäftigung; τοῦ φιλοσόφου, Plat. Phaed. 64 e; περὶ λόγου δύναμίν ἐστι πᾶσα αὕτη ἡ πρ., Crat. 408 a, u. öfter; Verhandlung, Dem. 30, 16; Ggstz von έργασία, Isocr. 2, 18; ὄντος ἐμοῦ περὶ ταυτην τὴν πραγματείαν, mit dieser Arbeit beschäftigt, nämlich Reden zu schreiben, 5, 7; Abhandlung, 1, 44; u. überh. ein gefertigtes Schriftwerk, Buch, Plut. Them. 12 u. a. Sp.; ἄλλης γάρ ἐστι πραγματείας, gehört in eine andere Abhandlung, Arist. oft; bes. Geschichtswerk, Pol. 1, 1, 4 u. öfter, immer von seinem eignen Werke; D. Hal., kreis, der alle Sagen vom troischen Kriege in sich begreift, Argum. Soph. Ai.