πᾶσα

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

English (Autenrieth)

pl. gen. fem. πᾶσέων, πᾶσάων, dat. πάντεσσι: sing., every (one), Il. 16.265, Od. 13.313; pl., all, ἐννέα πάντες, nine ‘in all,’ Il. 7.161, Od. 8.258; whole, entire, Il. 2.809, Od. 17.549; all sorts, all kinds, in pl., Il. 1.5, etc.—Neut. pl. as adv., πάντα, in all respects, in the Iliad mostly in comparisons, but in the Odyssey only so in Od. 24.446; all over, Od. 16.21, Od. 17.480.

Greek Monolingual

η πασάρω
1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι
2. (αθλ.) μεταβίβαση της μπάλας από παίκτη σε παίκτη
3. φρ. «κάνω πάσα» — κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση.