μὴ διχορρόπως
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
Russian (Dvoretsky)
διχορρόπως: колеблясь, в нерешительности: μὴ διχορρόπως Aesch. без колебаний, твердо.