γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης