ετοιμοπόλεμος
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτοιμοπόλεμος, -ον)
ο έτοιμος για πόλεμο, ο παρασκευασμένος για διεξαγωγή πολέμου.
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
-η, -ο (Α ἑτοιμοπόλεμος, -ον)
ο έτοιμος για πόλεμο, ο παρασκευασμένος για διεξαγωγή πολέμου.