καθίζω
English (LSJ)
Ion. κατ-, impf.
A κάθιζον Il.3.426,al.; in Prose ἐκάθιζον X.HG5.4.6, Din.2.13: fut.καθέσω Eup.12.11 D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; Att. also καθιῶ X.An.2. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); Dor. καθιξῶ BionFr.10.16: aor. 1 καθεῖσα Il.18.389, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf. καθέσαι IG22.46aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet. κάθεσσα Pi.P.5.42 codd.; this aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 (ἐγκαθ-, Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find Ep. κάθῐσα, Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, καθῖσα Ar.Ra.911, Th.6.66 (leg. καθεῖσα), later ἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also Ep. part. καθίσσας Il.9.488; Dor. καθίξας Theoc.1.12, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. -ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: pf. κεκάθῐκα D.S.17.115, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—Med., impf. ἐκαθιζόμην Ar.V.824, κὰδ . . ἵζ- Il.19.50: fut. καθιζήσομαι Pl.Phdr.229a, Euthd.278b, (προσ-) Aeschin.3.167, later καθίσομαι Ev.Matt.19.28, Plu.2.583f, -ιοῦμαι LXXMa.3.3, al.: aor. 1 καθεσσάμην Anacr.111; also ἐκαθισάμην SIG975.6 (Delos, iii B. C.), Hsch., (ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; Ep. ἐκαθισσάμην Call.Dian.233, καθισσάμην A.R. 4.278, 1219:—Pass., aor. 1 part. καθιζηθείς D.C.63.5: I causal, make to sit down, seat, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68; μή με κάθιζ' 6.360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9.488; κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382; τὴν μὲν . . καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389; κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4; ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22 J. 2 set, place, τὸν μὲν . . καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36; κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549; Κρόνον . . Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204; καθίζειν τινὰ εἰς δόμον E.Ion1541; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl.664, cf. Th.4.90; κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66; σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg.755e. b post watchers, guards, etc., σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14; ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς . . πύλας Hdt.3.155; κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19: rarely of things, τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127. 3 set up, ἀνδριάντα κάθεσσαν Pi.P.5.42 codd.:—Med., καθέσσασθαι Anacr.111, A.R.4.1219. 4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene, ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104; κ. τὸ δικαστήριον Ar.V.305, cf. D.39.11, IG22.778.13; νομοθέτας D.24.25, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg.874a; ἐάν τε Χιλίους ἐάν θ' ὁποσουσοῦν ἡ πόλις καθίσῃ D.21.223; constitute, establish, δικαστήρια Pl.Plt.298e; βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19. 5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl.Ion535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος. 6 marry, γυναῖκας ἀλλοτρίας LXXNe.13.27, cf. 23. II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15; ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu.254; ἐπὶ δένδρου Arist. HA614a34 (but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra.197); of suppliants, κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126, Lys.13.24; εἰς γόνυ D.S.17.115: in Poets also c. acc., κ. τρίποδα E.Ion366, El.980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317. 2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2. 3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg.659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 (Delos). 4 reside, μετά τινος LXXRu.2.23 (3.1); ἐν πόλει ib.Ne.11.1. 5 settle, sink down, ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr.254c; καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20. 6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4. III Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.; εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R.516e; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119); καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr.228e. 2 of birds, settle, alight, Arist.HA614b23. 3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--Att. in this signf. acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 1285] (s. ἵζω), impf. καθῖζον u. ἐκάθιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάθισα, auch καθῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καθιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v. l. καθίσειν, dor. καθιξῶ, Bion. 2, 16, auch καθιζήσω, bes. im med.; καθίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καθιζηθείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάθικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – niedersetzen, sich setzen lassen; μή με κάθιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάθιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καθί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καθῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον 6, 66, καθῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καθίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καθίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καθίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καθίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καθιστάντα las; θυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν θρόνον τὸν βασίλειον αὐτὸν καθιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., sich niedersetzen, sich setzen, sitzen; εἰ μετ' ἀθανάτοισι καθίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν θρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάθιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ θρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καθίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem καθίστημι entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καθισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; ὅπου καθιζησόμεθα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.