epilepsie
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Dutch > Greek
ἐπιληψία, ἐπίληψις, ἡ ἐκ τῆς σελήνης νόσος, ἡ μεγάλη νοῦσος, ἱερὰ νόσος, νοῦσος Ἡρακλείη, πτωματισμός, σεληνιασμός, σφακελισμός