limitar en v. pas. (νόημα) τῇ ἀπειρίᾳ τοῦ τὸ πᾶν περιέχοντος ... ἐμπερατούμενον Gr.Nyss.Eun.2.461.
ἐμπερατῶ (ἐμπερατόω) (Α)περατώνω, τελειώνω.