περατώνω

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

περατῶ, -όω, ΝΜΑ πέρας, -ατος]
φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο
αρχ.
1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω
2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι
α) περιορίζομαι
β) είμαι πεπερασμένος
γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω.