συγκριτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for compounding, opp. διακριτικός, τμῆμα Pl.Plt.282c, cf. Arist. Top.107b30; λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ σ. Thphr.Sens.86: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl. l.c. b,c. II comparative, ὑπόθεσις Plu.2.616d; τὰ σ. (sc. ὀνόματα) comparative degree of adjectives, D.T.635.9, Plu.2.677d, A.D.Synt.58.28. Adv. -κῶς D.L.9.75. III = μετασυγκριτικός, φάρμακα, opp. χαλαστικά, Gal.2.343: τὰ σ., title of work by Thessalus, Id.10.7.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zusammensetzend, verbindend, Ggstz διακριτικός, Plat. Polit. 282 b, öfter, – vergleichend, διήγημα Hermogen. progymn. 2; ὁ συγκρ., mit u. ohne τρόπος, der Comparativ, Gramm.