λιμφός
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.