ὑποδειγματικός
English (LSJ)
ή, όν,
A by way of example, διδασκαλία S.E.M.4.23. Adv. -κῶς ib.1.154, 4.3.
German (Pape)
[Seite 1214] beispielsweise; διδασκαλία S. Emp. adv. arithm. 23, u. oft adv., z. B. ποιεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν adv. eth. 47; ὑποδειγματικώτερον 68.