ἔκδοτος
English (LSJ)
ον,
A given up, delivered, esp. betrayed, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.3.1, cf. Isoc.4.122 ; τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις Aeschin.3.142 ; ἱκέτην ἔ. διδόναι D.23.85, etc. ; τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι Lycurg.85 ; οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.Fr.49 ; λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον J.AJ6.13.9 ; ἔκδοτος ἄγεσθαι Hdt.6.85 ; γίγνεσθαι ibid., E.Ion1251 ; ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων Act.Ap.2.23 : metaph., παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι to give herself entirely up to him, Luc.DDeor.20.13 ; ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι Porph. Marc.5 ; [χώρα] ἔ. τῷ κακῷ Id.Chr.49 ; πρὸς ὕβριν ἔ. Iamb.Protr. 2. II given in marriage, PMasp.5.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 758] adj. verb. zu ἐκδίδωμι, in den daselbst angeführten Bedeutungen, bes. = verrathen, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser, Her. 3, 1, wie τινί Isocr. 4, 122; Aesch. 3, 61; ἔκδοτος γίγνομαι Eur. Ion 1251; Her. 6, 85; auch ἔκδοτον διδόναι, Dem. 23, 217; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben, Luc. D. D. 20, 13.