ἀπομυθέομαι
English (LSJ)
A dissuade, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην Il. 9.109. II = ἀπολογέομαι, Stratt.72.
German (Pape)
[Seite 315] ausreden, abrathen, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυθήσω, durch ἀπελογήσω erkl.