ἡμιέτης
English (LSJ)
ες, (ἔτος)
A of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.
German (Pape)
[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.
ες, (ἔτος)
A of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.
[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.