ἡμιέτης Search Google

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιέτης Medium diacritics: ἡμιέτης Low diacritics: ημιέτης Capitals: ΗΜΙΕΤΗΣ
Transliteration A: hēmiétēs Transliteration B: hēmietēs Transliteration C: imietis Beta Code: h(mie/ths

English (LSJ)

ἡμιέτες, (ἔτος) of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.

German (Pape)

[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιέτης: -ες, (ἔτος) ἔχων ἡλικίαν ἡμίσεος ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. χρόνος Πολυδ. Α΄, 54.

Greek Monolingual

ἡμιέτης, -ες (Α)
αυτός που έχει ηλικία μισού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ετης (< έτος), πρβλ. διέτης, χιλιέτης].