προλέγω

Revision as of 19:55, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

   A pick out, choose, prefer, Ἀθηναίων προλελεγμένοι Il.13.689; ἐξοχώτατοι προλέγονται Pi.N.2.18; ἀριστῆες πασᾶν ἐκ πολίων προλελεγμένοι Theoc.13.18.    II foretell, Aeol. aor. part. προλέξαις Alc.Supp.22.7; predict, of an oracle, Hdt.1.53, 8.136; μέμνησθ' ἁγὼ προλέγω A.Pr.1071 (anap.), cf. S.OT973; π. πρόρρησιν, of a physician, v.l. in Hp.Prog.15; τὰ μέλλοντα Pl.Euthphr.3c, cf. D. 19.298.    b say beforehand, ταῦτα, ὅτι . . Pl.R.337a, cf. Euthd. 275e, Hyp.Lyc.7; ὡς προλέλεκται as was said above, Demetr.Eloc. 89; ὁ προλεχθείς the aforesaid,PMasp.32.63 (vi A. D.), al.    c προλεγόμεναι (sc. θέσεις) first principles, Cic.Fam.9.18.3.    d μακρὰ προλεγομένγ a long syllable placed, uttered first, Demetr.Eloc.39.    2 state publicly, proclaim, προὔλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον Th.1.139; προλεγέτω ἁ ἀρχά Foed.Delph.Pell.1A5, cf. OGI437.76 (Pergam., i B.C.): c. acc. et inf., A.Th.336(lyr.), etc.: c. acc., ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ἃ μὴ δεῖ πράττειν Lycurg.4; πολέμους ἀλλήλοις Plb.13.3.5.    3 π. τινὶ ἀπιέναι order him to... X.An. 7.7.3, cf. Din.1.71; caution, warn, π. τινὶ μὴ φεύγειν E.Fr.897.9 (anap.); π. τινί, εἰ θεραπεύσοιτο, ὅτι διαφθαρήσοιτο Antipho 4.2.4; ὡς οὐ . . Plb.5.57.2.    4 denounce punishment, π. δεσμόν τινι D. 24.60.

German (Pape)

[Seite 732] (s. λέγω), 1) vor Andern auslesen, auswählen, vorziehen, Ἀθηναίων προλελεγμένοι, Il. 13, 689; vor Andern mit Ruhm, Auszeichnung nennen, ἐξοχώτατοι προλέγονται, Pind. N. 2, 18. – 2) vorher-, voraussagen, vom Orakel, Her. 1, 53. 8, 136; Soph. O. R. 973; περὶ τῶν θείων προλέγων αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, Plat. Euthyphr. 3 c; – auch vorher bekannt machen, τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω βέλτερα τῶνδε πράσσειν, ich sage es laut und rühmend, Aesch. Spt. 318; befehlen, Prom. 1073; so vom Gesetz, ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ὃ μὴ δεῖ πράττειν, Lycurg. 4; Din. 1, 71; auch νόμοι δεσμὸν προλέγουσιν, Dem. 24, 60; τοὺς πολέμο υς, Pol. 13, 3, 5.