ἐξικνέομαι

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

poet. aor.

   A ἐξῐκόμην Il.9.479, augm. ἐξίκοντο [ῑ] Sapph. 1.13:—reach, arrive at a place, Hom. always in aor. and mostly c. acc. loci, ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Il.24.481, etc.; Φθιην δ' ἐξῐκόμην ἐριβώλακα . . ἐς Πηλῆα ἄνακτα 9.479; δεῦρο Simon. 171, cf. Pi.P.3.76, A.Pr.810: abs., Sapph. l.c.: with Preps., ἐ. ἐς βυσσόν Hdt.2.28; ἐς ἥβην S. Fr.583.6; ἐπ' ὄρος A.Ag.303; πρὸς πεδία Id.Pr.792; μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς Plu.2.149d.    II come to as a suppliant, c. acc. pers., Od. 13.206, 20.223, Pi.P.11.35; πρός τινα Ant.Lib.38.2.    2 c. acc. rei, arrive at, reach an object, σοφίας ἄωτον ἄκρον Pi.I.7(6).19; ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐ. complete, accomplish, Th.1.70; τεθνηκόσιν γὰρ ἔλεγεν, οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (by attract. for οὕς) Ar.Ra.1176, cf. Plu.2.347e: c. gen., E.El.612; ἀλλήλων X.HG7.5.17; also πρός τι Plb.1.3.10, etc.    3 abs., reach to a distance, of an arrow, ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Hdt.4.139; of sight, ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐ. X.Mem. 1.4.17, cf. 2.3.19, E.Ba.1060; of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι <ἐπὶ> μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ so far as I can get by inquiry, Hdt. 1.171; ἐπ' ὅσον μακρότατον ἱστορεῦντα ἦν ἐξικέσθαι Id.2.34, cf. 4.16, 192; ἐ. φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Pl.Hp.Ma.281d; περαιτέρω τῆς χρείας ἐ. τῇ θεωρίᾳ Plu.Sol.3.    b suffice, of persons, πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Hdt.4.10; ἐπί τι Plu.Pomp.39; of things, ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Pl.Prt.311d: prov., ἂν μὴ λεοντῆ γ' ἐξίκητ', ἀλωπεκῆν πρόσαψον Com.Adesp.49D.

German (Pape)

[Seite 882] (s. ἱκνέομαι), 1) wohin gelangen, einen Ort erreichen; θεῶν δ' ἐξίκετο θώκους Il. 8, 439; ἄλλων δῆμον 24, 481; Φθίην 9, 475; γέροντα, ἕδος, Pind. P. 11, 35 I. 6, 44; πρὸς Γοργόνεια πεδία Aesch. Prom. 794; ἐπ' ὄρος Ag. 294; καταβασμόν Prom. 810; absolut, ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. El. 379; ὅταν δ' ἐς ἥβην ἐξικώμεθα frg. 517; insofern hingelangen auch = erreichen, erlangen ist, vbdt Eur. τί δρῶντες τοῦδ' ἂν ἐξικοίμεθα; El. 612; so Xen. βραχὺ ὅπλον, ᾡ οὐκ ἐξικνοῦντο ἀλλήλων, Hell. 7, 5, 17, vgl. 2, 4, 15; so bes. von Geschossen, πρὶν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι, ehe die Geschosse trafen, in weiter Entfernung, An. 1, 8, 19, u. oft; ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. 4, 139; ὅσον δυνατός εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, soweit ich nur mit dem Gehör reichen kann, d. h. soviel ich habe erforschen können, 1, 171, vgl. 2, 34. 4, 192; περαιτέρω τῇ θεωρίᾳ Plut. Sol. 3; von den Augen, Xen. Mem. 2, 3, 19; von der Stimme oft Plut.; οὐχ ἱκανοὶ ἐξικνεῖσθαι φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Plat. Hipp. mai. 281 d; ποῤῥωτέρω ταῖς ῥίζαις Plut. Sol. 23. – 2) hinreichen, ausreichen; οὐχ οἵους τε γενομένους ἐξικέσθαι πρὸς τὸν γενόμενον ἄεθλον, den Kampf zu destehen, Her. 4, 10, wo wie Thuc. 1, 70, ὑμεῖς ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι ὀξεῖς, die erste Bdtg noch zu erkennen, zu dem Nothwendigen hinkommen, das Nothwendige durchführen; ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα, wenn unser Geld ausreicht, Plat. Prot. 311 d; Xen. An. 7, 7, 54, nach Krüger; go., wie Plut. Pomp. 39; τεθνηκόσιν οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα Ar. Ran. 1174, wir kommen nicht zu den Todten mit der Stimme, werden nicht von ihnen gehört.