ἐξικνέομαι

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξικνέομαι Medium diacritics: ἐξικνέομαι Low diacritics: εξικνέομαι Capitals: ΕΞΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exiknéomai Transliteration B: exikneomai Transliteration C: eksikneomai Beta Code: e)cikne/omai

English (LSJ)

poet. aor.
A ἐξῐκόμην Il.9.479, augm. ἐξίκοντο [ῑ] Sapph. 1.13:—reach, arrive at a place, Hom. always in aor. and mostly c. acc. loci, ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Il.24.481, etc.; Φθιην δ' ἐξῐκόμην ἐριβώλακα.. ἐς Πηλῆα ἄνακτα 9.479; δεῦρο Simon. 171, cf. Pi.P.3.76, A.Pr.810: abs., Sapph. l.c.: with Preps., ἐ. ἐς βυσσόν Hdt.2.28; ἐς ἥβην S. Fr.583.6; ἐπ' ὄρος A.Ag.303; πρὸς πεδία Id.Pr.792; μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς Plu.2.149d.
II come to as a suppliant, c. acc. pers., Od. 13.206, 20.223, Pi.P.11.35; πρός τινα Ant.Lib.38.2.
2 c. acc. rei, arrive at, reach an object, σοφίας ἄωτον ἄκρον Pi.I.7(6).19; ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐ. complete, accomplish, Th.1.70; τεθνηκόσιν γὰρ ἔλεγεν, οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (by attract. for οὕς) Ar.Ra.1176, cf. Plu.2.347e: c. gen., E.El.612; ἀλλήλων X.HG7.5.17; also πρός τι Plb.1.3.10, etc.
3 abs., reach to a distance, of an arrow, ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Hdt.4.139; of sight, ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐ. X.Mem. 1.4.17, cf. 2.3.19, E.Ba.1060; of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ so far as I can get by inquiry, Hdt. 1.171; ἐπ' ὅσον μακρότατον ἱστορεῦντα ἦν ἐξικέσθαι Id.2.34, cf. 4.16, 192; ἐ. φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Pl.Hp.Ma.281d; περαιτέρω τῆς χρείας ἐ. τῇ θεωρίᾳ Plu.Sol.3.
b suffice, of persons, πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Hdt.4.10; ἐπί τι Plu.Pomp.39; of things, ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Pl.Prt. 311d: prov., ἂν μὴ λεοντῆ γ' ἐξίκητ', ἀλωπεκῆν πρόσαψον Com.Adesp.49D.

German (Pape)

[Seite 882] (s. ἱκνέομαι), 1) wohin gelangen, einen Ort erreichen; θεῶν δ' ἐξίκετο θώκους Il. 8, 439; ἄλλων δῆμον 24, 481; Φθίην 9, 475; γέροντα, ἕδος, Pind. P. 11, 35 I. 6, 44; πρὸς Γοργόνεια πεδία Aesch. Prom. 794; ἐπ' ὄρος Ag. 294; καταβασμόν Prom. 810; absolut, ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. El. 379; ὅταν δ' ἐς ἥβην ἐξικώμεθα frg. 517; insofern hingelangen auch = erreichen, erlangen ist, vbdt Eur. τί δρῶντες τοῦδ' ἂν ἐξικοίμεθα; El. 612; so Xen. βραχὺ ὅπλον, ᾡ οὐκ ἐξικνοῦντο ἀλλήλων, Hell. 7, 5, 17, vgl. 2, 4, 15; so bes. von Geschossen, πρὶν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι, ehe die Geschosse trafen, in weiter Entfernung, An. 1, 8, 19, u. oft; ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. 4, 139; ὅσον δυνατός εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, soweit ich nur mit dem Gehör reichen kann, d. h. soviel ich habe erforschen können, 1, 171, vgl. 2, 34. 4, 192; περαιτέρω τῇ θεωρίᾳ Plut. Sol. 3; von den Augen, Xen. Mem. 2, 3, 19; von der Stimme oft Plut.; οὐχ ἱκανοὶ ἐξικνεῖσθαι φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Plat. Hipp. mai. 281 d; ποῤῥωτέρω ταῖς ῥίζαις Plut. Sol. 23. – 2) hinreichen, ausreichen; οὐχ οἵους τε γενομένους ἐξικέσθαι πρὸς τὸν γενόμενον ἄεθλον, den Kampf zu destehen, Her. 4, 10, wo wie Thuc. 1, 70, ὑμεῖς ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι ὀξεῖς, die erste Bdtg noch zu erkennen, zu dem Nothwendigen hinkommen, das Nothwendige durchführen; ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα, wenn unser Geld ausreicht, Plat. Prot. 311 d; Xen. An. 7, 7, 54, nach Krüger; go., wie Plut. Pomp. 39; τεθνηκόσιν οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα Ar. Ran. 1174, wir kommen nicht zu den Todten mit der Stimme, werden nicht von ihnen gehört.

French (Bailly abrégé)

ἐξικνοῦμαι;
f. ἐξίξομαι, ao.2 ἐξικόμην;
1 dépasser, s'étendre ; parvenir à, atteindre : τινα s'approcher de qqn ; πρὸς πεδία ESCHL, ἐπ' ὄρος ESCHL, ἐς βύσσον HDT parvenir à des plaines, à une montagne, auprès d'un abîme ; ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται HDT aussi loin que porte un trait ; fig. en parl. de l'intelligence parvenir (à saisir, à comprendre);
2 fig. en parl. d'un but parvenir à, atteindre, gén. ; abs. parvenir au but, atteindre le but ; réaliser, accomplir, acc.;
3 être capable de, suffire à : πρός τι, ἐπί τι à qch.
Étymologie: ἐξ, ἱκνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξικνέομαι: (fut. ἐξίξομαι, aor. 2 ἐξικόμην)
1 приходить, прибывать (θεῶν θώκους Hom. или ἕδραν Pind.; ὄρος ἐπ᾽ Αἰγίπλαγκτον и πρὸς πεδία Κισθήνης Aesch.): ἐξικόμην φεύγων τινά Hom. я прибежал к кому-л.; ἀλλ᾽ ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. ах, если бы он поскорее пришел; ἐφ᾽ ἃ δ᾽ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῖτο, πέμπων τοὺς φίλους Plut. посылая друзей туда, куда не мог прибыть лично;
2 доходить, простираться (ὀχετὸς ἐξικνεύμενος ἐς τὴν ἄνυδρον Her.; εἴς τὰς ἄκρας τιμάς Plut.): οὐκ ἐξικέσθαι ἐς βυσσόν Her. не достать дна; τί δρῶντες τοῦδ᾽ ἂν ἐξικοίμεθα; Eur. что сделать нам, чтобы добиться этого?; ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. на расстоянии полета стрелы; πρὶν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι Xen. прежде, чем приблизиться на расстояние выстрела; ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι ἀκοῇ Her. насколько я могу судить понаслышке; ὀφθαλμοὶ οἱ δοκοῦντες ἐπὶ πλεῖστον ἐ. Xen. глаза, считающиеся наиболее зоркими; περαιτέρω τῆς χρείας ἐξικέσθαι τῇ θεωρίᾳ Plut. проявить необыкновенную проницательность; ἐ. φρονήσει ἐπί τι Plat. охватить что-л. мыслью;
3 быть пригодным, успешно справляться (πρὸς τὸν γενόμενον ἄεθλον Her.): τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Thuc. суметь выйти из трудного положения;
4 быть достаточным, хватать (εἴς τι Xen.): ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Plat. если только хватит у нас денег.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξικνέομαι: μέλλ. ἐξίξομαι: ἀόρ. ἐξικόμην: Ἀποθ. Ἔρχομαι, φθάνω εἴς τι μέρος, παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε κατ’ ἀόρ. καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τόπου, ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Ἰλ. Ω. 481, κτλ.· Φθίην δ’ ἐξικόμην ἐριβώλακα... ἐς Πηλῆα ἄνακτα Ι. 475· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 810, Εὐμ. 1025· ὡσαύτως μετὰ προθέσ., ἐξικέσθαι ἐς βυσσὸν Ἡρόδ. 2. 28· ἐς ἥβην Σοφ. Ἀποσπ. 517. 6· ἐπ’ ὄρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 303· πρὸς πεδία ὁ αὐτὸς Πρ. 793· πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Ἡρόδ. 4. 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. 1) προσώπου, ἔρχομαι εἴς τινα ὡς ἱκέτης, Ὀδ. Ν. 206, Υ. 223, Πίνδ. 2) πράγματος, φθάνω εἴς τι, σοφίας ἄωτον ἄκρον Πινδ. Ι. 7 (6). 26· ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι, διαπράξασθαι, ἐπιτελέσαι (πρβλ. ἐξέρχομαι Ι. 3), Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 311D· τοῖς τεθνηκόσι γὰρ ἔλεγεν... οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ οὓς) Ἀριστοφ. Βάτρ. 1176, πρβλ. Πλούτ. 2. 347D: - μετὰ γεν., Εὐρ. Ἠλ. 612· ἀλλήλων Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 17· ὡσαύτως, πρός τι Πολύβ. 1. 3, 10, κτλ. 3) ἀπολ., φθάνω εἴς τινα ἀπόστασιν, ἐπὶ βέλους, ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Ἡρόδ. 4. 139· ἐπὶ τῆς ὁράσεως, ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐξ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 17, πρβλ. 2. 3, 19, Εὐρ. Βάκχ. 1060: - ἐπὶ διανοητικῶν ἐνεργειῶν, ὅσον δυνατός εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, ἐφ’ ὅσον μακρότατον χρονικὸν διάστημα δύναμαι νὰ φθάσω ἐρευνῶν τὰ ἀκουόμενα, Ἡρόδ. 1. 171· ἐπ’ ὅσον μακρότατον ἱστορεῦντα ἦν ἐξικέσθαι ἀκοῇ ὁ αὐτὸς 2. 34, πρβλ. 4. 16, 192 ἐξ. ἐπ’ ἀμφότερα φρονήσει Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281D· περαιτέρω ἐξ. τῇ θεωρίᾳ Πλουτ. Σόλ. 3. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαρκῶ, «φθάνω», ἄν... ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Πλάτ. Πρωτ. 311D.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐξικόμην, ἐξίκετο (ῖ, augment): reach, arrive at, gain (from somewhere), w. acc. of place or person, Il. 9.479, Od. 12.166, Od. 13.206.

English (Slater)

ἐξικνέομαι (ἐξᾰκόμαν, ἐξκετ, ἐξᾰκετο, ἐξᾰκέσθαν; ἐξᾰκηται; ἐξᾰκέσθαι.)
   a come abs. λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν sc. Lynkeus and Idas (N. 10.64)
   b come out, appear ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.76) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.19)
   c end a journey with, in c. acc. τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44) ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο, νέα κεφαλά, Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ (P. 11.35) Μολοσσίδα γαῖαν ἐξίκετ' (Pae. 6.110) met. εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) (P. 4.266)

Greek Monotonic

ἐξικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ικόμην [ῑ]· αποθ.,
I. προσεγγίζω, έρχομαι, φθάνω σε ένα μέρος, με αιτ., σε Όμηρ., Τραγ.
II. 1. με αιτ. προσ., προσέρχομαι ως ικέτης, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. πράγμ., φθάνω σε ή προσεγγίζω κάτι, ολοκληρώνω, πετυχαίνω, σε Θουκ.· ομοίως και με γεν., σε Ευρ. 3. α) απόλ., φθάνω σε, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για πνευματικές διεργασίες, ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι, όσο μακριά μπορώ να φθάσω ερευνώντας, σε Ηρόδ. β) λέγεται για πράγματα, επαρκώ, φθάνω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -ίξομαι aor2 -ικόμην
Dep.
I. to reach, arrive at a place, c. acc., Hom., Trag.
II. c. acc. pers. to come to as a suppliant, Od.
2. c. acc. rei, to arrive at or reach an object, to complete, accomplish, Thuc.; so c. gen., Eur.
3. absol. to reach, Hdt., Xen.:—of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι so far as I can get by inquiry, Hdt.
b. of things, to be sufficient, Plat.

Lexicon Thucydideum

exsequi, to follow up, execute, 1.70.2.